υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
υπερτενής — ές, Α [ὑπερτείνω] 1. αυτός που προεξέχει («χαλκὸν ἀθέριτον ἀσπίδος ὑπερτενῆ», Αισχύλ.) 2. αυτός που φτάνει σε μεγάλο ύψος, ψηλός 3. μτφ. μεγαλοπρεπής … Dictionary of Greek
υπερτεταμένον — τὸ, Α βλ. υπερτείνω … Dictionary of Greek
ՊԻՐԿ — ( ) NBH 2 0652 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա.մ. Արմատ Պրկելոյ. որպէս Պրկեալ. ձիդ. ձգտեալ. ... *Գնդակ որթոյ ... ուղէշ պիրկ եւ անխզելի. Տօնակ.: ՊԻՐԿ ՁԳԵԼ, συντείνω, ὐπερτείνω contendo, supra modum tendo. ձգել. ձգտել. ... *Յարաժամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)